καλλιγραφικός

καλλιγραφικός
-ή, -ό (AM καλλιγραφικός, -ή, -όν) [καλλιγράφος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιγραφία, ο γραμμένος με ωραία γράμματα
2. φρ. «καλλιγραφικά στοιχεία» — τυπογραφικά στοιχεία που αναπαράγουν γράμματα γραμμένα με το χέρι
μσν.
φρ. «καλλιγραφικόν σφάλμα» — σφάλμα τού αντιγραφέα
αρχ.
ο κατάλληλος για καλλιγραφία («καλλιγραφικὸν ἐργαλεῑον»).
επίρρ...
καλλιγραφικώς και -ά
με ωραία γράμματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλιγραφικός — ή, ό επίρρ. ά ο γραμμένος με καλλιγραφία: Το κείμενο αυτό προδίδει τον καλλιγραφικό χαρακτήρα του γραφέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλλιγραφικόν — καλλιγραφικός suited for fine penmanship masc acc sg καλλιγραφικός suited for fine penmanship neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγραφικοῦ — καλλιγραφικός suited for fine penmanship masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιγραφικῆς — καλλιγραφικός suited for fine penmanship fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”